πτερύγωμα

πτερύγωμα
το, ΝΑ
1. το πτέρωμα, το σύνολο τών φτερών ενός πτηνού
2. περίστυλο ελληνικού ναού
αρχ.
1. το πτερύγιο τού αφτιού
2. η διάταξη τών γραμμάτων κειμένου σε πάπυρο σε σχήμα φτερού
3. στον πληθ. τὰ πτερυγώματα
τα σαρκώματα τού γυναικείου αιδοίου που προεξέχουν από το ένα και από το άλλο μέρος τής κλειτορίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, -υγος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πτερυγωμάτων — πτερύγωμα the wings neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγώμασι — πτερύγωμα the wings neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγώμασιν — πτερύγωμα the wings neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγώματα — πτερύγωμα the wings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγώματος — πτερύγωμα the wings neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”